τοσσάκι

τοσσάκι
τοσσάκι, τοσσάχ: so many times, so often; answering to ὁσσάκι, Il. 21.268.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τοσσάκι — Α επίρρ. βλ. τοσάκις …   Dictionary of Greek

  • τοσσάκι — τοσάκις epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσσάχ' — τοσσάκι , τοσάκις epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσάκις — ΜΑ και ποιητ. τ. τοσσάκι Α επίρρ. τόσες φορές, τόσο συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + επιρρμ. κατάλ. άκις/ ακι (πρβλ. πεντ άκις / πεντ άκι), βλ. και λ. κις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”